- κουρσάριος
- κουρσάριος, ὁ (Μ)βλ. κουρσάρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουρσάρης — και κουρσάριος, ὁ (Μ) πειρατής, ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. cursarius < λατ. cursus] … Dictionary of Greek
προκουρσάριος — ὁ, Μ κουρσάρος, πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κουρσάριος «κουρσάρος, πειρατής»] … Dictionary of Greek